- ιδιωφέλεια
- η [ιδιωφελής]1. ιδιωτική, ατομική ωφέλεια2. επιδίωξη ατομικού συμφέροντος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ελλάδα - Φωτογραφία — ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Από την εποχή της ανακάλυψής της το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η φωτογραφική τεχνική γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τους καλλιτέχνες της εποχής, οι οποίοι βρίσκουν στη νέα αυτή τεχνική ένα μέσο για να απεικονίσουν με ακόμη μεγαλύτερη … Dictionary of Greek